γεναρχία

γεναρχία
η начало рода

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γεναρχία" в других словарях:

  • γεναρχία — η (Μ γεναρχία) [γενάρχης] το να είναι κάποιος αρχηγός ή ηγέτης ενός έθνους νεοελλ. 1. η προέλευση ενός γένους 2. η ιδιότητα και το αξίωμα τού γενάρχη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»